- μπουκάρω
- (λ. ιταλ.), μπούκαρα και μπουκάρισα, μπαίνω ορμητικά, εισβάλλω: Οι αστυνομικοί μπούκαραν στο κρησφύγετο των ληστών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπουκάρω — μπουκάρω, μπούκαρα και μπουκάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπουκάρω — 1. (για πλοίο) μπαίνω σε θαλάσσιο στενό, εισπλέω ορμητικά από τη μπούκα, από το στόμιο τού λιμανιού 2. (για ρευστά) εισρέω ορμητικά από στενή δίοδο («τα νερά μπουκάρανε από την πόρτα») 3. (για έμψυχα) εισορμώ αιφνίδια («μπουκάρανε οι αστυνομικοί… … Dictionary of Greek
μπουκάρισμα — το ορμητική είσοδος ή έφοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουκάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρ ισμα, παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
ξεμπουκάρω — 1. (για υγρά, αέρια) εξέρχομαι ορμητικά από στόμιο 2. (για πρόσ.) εμφανίζομαι ξαφνικά και απρόοπτα 3. αποφυλακίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + μπουκάρω] … Dictionary of Greek
εισβάλλω — εισέβαλα, αμτβ. 1. μπαίνω με στρατό ως εχθρός ή έχοντας κατακτητικούς σκοπούς. 2. μπαίνω ξαφνικά και ορμητικά, μπουκάρω. 3. (για ποταμό), χύνομαι: Ο Εργίνης εισβάλλει στον Έβρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)